κοκκινοπρόσωπος

κοκκινοπρόσωπος
-η, -ο
που έχει πρόσωπο κόκκινου χρώματος, που το πρόσωπό του έχει κοκκινίσει από κάποια αιτία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκκινοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει κόκκινο πρόσωπο, κοκκινομούρης …   Dictionary of Greek

  • ερυθροπάρειος — ο αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ερυθροπρόσωπος — η, ο (AM έρυθροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ερυθρό πρόσωπο, ο κοκκινοπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • κοκκινομούρης — α, ικο αυτός που το πρόσωπό του έχει κόκκινο χρώμα, κοκκινοπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”